- καταπλημμύριση
- και καταπλημμύρηση, η1. η κάλυψη με πολύ νερό, ο κατακλυσμός2. υπερεκχείλιση, ξεχείλισμα νερού3. μτφ. αφθονία παραγωγής ενός είδους, υπεραφθονία, υπερπαραγωγή.[ΕΤΥΜΟΛ. < καταπλημμυρίζω ή καταπλημμυρώ. Η λ., στον λόγιο τύπο καταπλημμύρησις, μαρτυρείται από το 1881 στον Μανώλη Χαιρέτη].
Dictionary of Greek. 2013.